ἐγχρίσεις

ἐγχρίσεις
ἔγχρισις
anointing
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔγχρισις
anointing
fem nom/acc pl (attic)
ἐγχρί̱σεις , ἐγχρίω
anoint
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐγχρί̱σεις , ἐγχρίω
anoint
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”